συνυπεύθυνος — η, ο αυτός που ευθύνεται για κάτι μαζί με άλλον: Είναι και οι γονείς του συνυπεύθυνοι για το κατάντημά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταίτιος — μεταίτιος, ον, θηλ. και ία (Α) συναίτιος, συνυπεύθυνος, συνένοχος («τοὺς... μεταιτίους τοῡ φόνου», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + αἴτιος (πρβλ. φιλ αίτιος)] … Dictionary of Greek
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
συνέκδοτος — ον, Α [συνεκδίδωμι] πιθ. συνυπεύθυνος … Dictionary of Greek
συναίτιος — α, ο / συναίτιος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ία, ΜΑ [αἴτιος] ο επίσης αίτιος, συνυπεύθυνος νεοελλ. (νομ.) αυτός που συμμετέχει μαζί με άλλον σε αξιόποινη πράξη ως αυτουργός ή ως συνεργός μσν. αρχ. ο συνεργάτης, ο βοηθός, αυτός που συμβάλλει σε κάτι … Dictionary of Greek
συνευθύνω — ΝΜΑ [εὐθύνω] νεοελλ. μσν. (το μέσ.) συνευθυνομαι ευθύνομαι από κοινού με άλλον, είμαι συνυπεύθυνος αρχ. διορθώνω από κοινού με άλλον … Dictionary of Greek
συνυπαίτιος — α, ο, Ν συνυπεύθυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + υπαίτιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
συνυπόλογος — η, ο, Ν [υπόλογος] αυτός που είναι υπόλογος από κοινού με κάποιον άλλο ή άλλους, συνυπεύθυνος … Dictionary of Greek
ψυχιατρική — Κλάδος της ιατρικής, που έχει ως αντικείμενο την κλινική μελέτη των ψυχικών νοσημάτων και τη θεραπεία τους. Η ψ. ως επιστήμη είναι σχετικά πρόσφατη, αν και οι ψυχικές διαταραχές ήταν γνωστές από τους αρχαιότατους χρόνους και διάσημοι γιατροί και… … Dictionary of Greek
Δαντόν — (Αρσί σιρ Ομπ 1759 – Παρίσι 1794). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Γάλλου πολιτικού Ζορζ Ζακ Νταντόν (Georges Jacques Danton). Ο Δ., που καταγόταν από επαρχιακή αστική οικογένεια, εγκαταστάθηκε το 1780 στο Παρίσι, όπου άσκησε το δικηγορικό… … Dictionary of Greek